ηχοκινησία

ηχοκινησία
η
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής μιμείται αυτόματα τις κινήσεις που εκτελούνται από άλλο άτομο, αλλ. ηχοπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echokinesis < echo- (πρβλ. ήχος) + kinesis (πρβλ. κίνηση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”